παραζάλη

παραζάλη
η
1) прям. , перен. головокружение; 2) суматоха, переполох;

§ ο λύκος στην παραζάλη χαίρεται — волк суматохе рад


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "παραζάλη" в других словарях:

  • παραζάλη — η 1. μεγάλη ζάλη, σύγχυση, (ανα)ταραχή 2. παροιμ. «ο λύκος στην παραζάλη χαίρεται» οι επιτήδειοι επωφελούνται από τις (ανα)ταραχές …   Dictionary of Greek

  • παραζάλη — η ταραχή, αταξία, σύγχυση, θόρυβος: Ο λύκος στην παραζάλη χαίρεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… …   Dictionary of Greek

  • μεθύσκω — (ΑM μεθύσκω) 1. επιφέρω μέθη ή κάνω κάποιον να περιέλθει σε κατάσταση μέθης, μεθώ κάποιον, ζαλίζω 2. μτφ. προκαλώ πνευματική σύγχυση ή παραζάλη β) μεταδίδω ηδονικό συναίσθημα το οποίο προκαλεί διατάραξη τού λογικού, παραλύω κάποιον με ερωτική… …   Dictionary of Greek

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • Σαγκάλ, Μαρκ — (Chagall). Γάλλος ζωγράφος ρωσικής καταγωγής (1887 1985). Η πρώτη καλλιτεχνική εκπαίδευση του Σ. άρχισε στο Βι τέμπσκ, στο εργαστήριο του ζωγράφου Πεν και συνεχίστηκε με το Λεόν Μπακστ στην Πετρούπολη, από το 1907 ως το 1910. Η ανήσυχη και… …   Dictionary of Greek

  • παραζάλισμα — το ζάλισμα, σύγχυση, ταραχή, αλλ. παραζάλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»